Η νύφη της Αγίας Άννας |
Οι κάτοικοι της Αγίας Άννας καθώς και των γύρω χωριών ασχολούνται με την κτηνοτροφία, τη γεωργία, τη μελισσοκομία και τη σηροτροφία. Όλη η περιοχή, ήταν όμως ξακουστή και για το ριζάρι ή αλιζάρι ή αγριοβαφιό, τον κόκκινο λειχήνα το γνωστό στην αρχαιότητα ως ερυθρόδανο βαφικό. Με τις ρίζες του φυτού που περιέχουν αλιζαρίνη, η βαφή γινόταν ανεξίτηλη.
Η γιορτινή και νυφιάτικη φορεσιά της Αγίας Άννας και των χωριών της περιοχής ειναι γνωστή με το όνομα "τα καλά σιγκούνια με το μεγάλο ποκάμισο" το κεντημένο με την πέρδικα με τα δώδεκα περδικάκια, είναι όμοια με την καθημερινή, ξεχωρίζει μόνο στον πλούτο των κεντημάτων του ποκάμισου και του σιγκουνιού.
Προτού παντρευτούν τα κορίτσια φορούν το σαιάδι ή σαγιά που είναι ο ανοιχτός μπροστά επενδύτης από άσπρο πανί, όμοιος στο σχήμα με το σιγκούνι με ελάχιστα κεντίδια στην κάτω άκρη. Από το σιγκούνι που το πρωτοφορούν τη μέρα του γάμου, παίρνει η φορεσιά την ονομασία οι σιγκούνες. Με την έκφραση είναι σιγκούνα χαρακτηριζόταν και η γυναίκα που φορούσε την τοπική φορεσιά, ενώ με την έκφραση είναι φουστάνα, αυτή που ήταν ντυμένη ευρωπαϊκά. Σήμερα πια καμιά δεν ξεχωρίζει και μόνο μερικές γριές φοράνε κάπου-κάπου σιγκούνα και μαντήλα.
Φορεσιά ανύπαντρης - Σαιάδια |
Η φανέλα γίνεται από μαλλομπάμπακο ύφασμα για το χειμώνα και μπαμπακερό για το καλοκαίρι που υφαίνουν οι γυναίκες. Τα μανίκια της από τον αγκώνα και κάτω, τα πλέκουν με τις καλτσοβελόνες σε διάφορα τρυπητά σχέδια για να φαίνονται κάτω από τα μανίκια του πουκάμισου.
Το ποκάμισο, καθημερινό, γιορτινό ή νυφιάτικο, γίνεται με χοντρό χειρίσιο πανί από μπαμπάκια που μόνες τους οι γυναίκες τα φυτεύουν, τα ξένουν, τα γνέθουν και τα υφαίνουν. Για κάθε ποκάμισο χρειάζονται έξι πηχόπουλα. Μόνο τα μεγάλα ποκάμισα γίνονται χωρίς μανίκια, σύμφωνα με τον παλιότερο τύπο. Τα καθημερινά, καθώς και πολλά γιορτινά έχουν μανίκια από το ίδιο ύφασμα. Στα ποκάμισα με μανίκια κεντούν ολόγυρα στον καρπό τα σχέδια που έχει και ο ποδόγυρος.
Το ποκάμισο έχει καθιερωμένα κεντίδια για κάθε ηλικία και κάθε περίσταση, τα γιομίσματα. Τυπικά είναι εδώ, όπως και σε όλη την Ελλάδα, τα σχέδια των κεντημάτων που φορούν τα κορίτσια, οι νύφες τις πρώτες μέρες του γάμου, οι νιόπαντρες, οι μεγαλύτερες γυναίκες, οι μεσόκοπες και οι γριές.Διαφορετικά τις καθημερινές, διαφορετικά στους γάμους και τις γιορτές.
Τα νυφιάτικα ή γιορτινά τα λένε μεγάλα ποκάμισα, γιατί έχουν πλατιά κεντήματα στον ποδόγυρο.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζει αυτό που φορεί η νύφη για πρώτη φορά την ημέρα του γάμου της και αποτελείται από δύο ή τρία ποκάμισα με διαφορετικά μάκρη, το ένα πάνω στο άλλο για να πλαταίνει ο κεντητός ποδόγυρος. Το πρώτο πέφτει ως τον αστράγαλο. Στο δεύτερο κάνουν μια πιέτα στη μέση, στο φάρδος του κεντήματος του πρώτου ποκάμισου, ώστε το γιόμισμα του δεύτερου να πέφτει εκεί που τελειώνει το κέντημα του πρώτου. Όμοια πιέτα γίνεται και στο τρίτο ποκάμισο. Και τα τρία μαζί τα ράβουν πρόχειρα, έτσι που να σχηματίζεται μια πλατιά κεντητή ταινία-φάρδος 0,30 μ. περίπου τρία ως τέσσερα δάχτυλα κάτω από το σιγκούνι.
Το μεγάλο ποκάμισο εκτός από την ημέρα του γάμου, το φοράει η νύφη μόνο δυο φορές ακόμη. Όταν πηγαίνει την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο της στην εκκλησία καθώς και δεκαπέντε μέρες αργότερα, όταν επισκέπτεται με το γαμπρό το πατρικό της σπίτι, στα πιστρόφια. Μετά το ξηλώνει και στις γιορτές, που δεν είναι πολλές, φορεί ένα από τα μεγάλα ποκάμισα μαζί με τα καλά σιγκούνια τα φορούν συνολικά οι γυναίκες καμιά τριανταριά φορές σ’όλη τους τη ζωή, στις καλές ώρες. Στη γιορτή του άντρα τους, σε γάμο συγγένισσας, τη Λαμπρή. Στο πένθος και όσον καιρό διαρκεί, απαγορεύεται να τα φορούν ακόμα και οι νέες. Όταν το πρώτο τους κορίτσι γίνει δέκα ως δώδεκα χρόνων δεν τα φοράνε πια και τα κρύβουν στο σεντούκι για την προίκα του. Έτσι από τα προικιάτικα ποκάμισα της νύφης, που είναι συνήθως δεκαπέντε ως είκοσι ή και περισσότερα, πολλά και ιδιαίτερα τα μεγάλα προέρχονται όχι μόνο από την προίκα της μάνας και της γιαγιάς, αλλά και της παραπρογιαγιάς, από τέσσερις και πέντε προίκες, τα παίρνει η μια από την άλλη, τα’ αγγόνια και τα παραγγόνια. Αν μια γυναίκα δεν έχει κόρη, τα χαρίζει στη νύφη της και αν είναι άκληρη στις ανιψιές της.
Στα ποκάμισα είναι χαρακτηριστικά τα σχέδια των κεντημάτων και οι ιδιωματικές ονομασίες των θεμάτων τους. Τα θέματα είναι γεωμετρικά και έχουν επηρεάσει τα κεντήματα των γειτονικών περιφερειών από το Ξηροχώρι και τη Στενή ως την περιοχή της Χαλκίδας. Πολλά στοιχεία, όπως ο γουργουλάκος με τα σταυρούδια, οι κλειδωνιές με τα ματάκια, οι βέργες και οι αγκούτζες θυμίζουν τα σαρακατσάνικα. Τα κεντήματα γίνονται με μετάξια που τα κατεργάζονται οι γυναίκες, τα βγάζουν όπως λένε , τα βράζουν και τα στρίβουν. Έπειτα τα βάφουν με διάφορες φυτικές και ελάχιστες χημικές ουσίες με αυστηρούς πολύχρωμους χρωματισμούς- καφετί για τον κάμπο, πράσινα, γαλάζια, μωβ και κόκκινα για τα θέματα του κεντήματος. Τα πιο απλά κεντήματα είναι τα πολύ στενά-πλάτος 0,03 ως 0,05μ. περίπου όπως τα κρουπάκια ή τα μαγιάκια. Τα κλιματάκια, τα λουλουδάκια, οι μπούλες, το ψαράγκαθο και οι κούπες. Αυτά συνηθίζονται τις καθημερινές από τα κορίτσια και τις μεσόκοπες ενώ οι ηλικιωμένες φοράνε ακέντητα ποκάμισα. Τις γιορτές μόνο βάζουν και οι γριές ποκάμισα με απλά κεντήματα, τα γριίστικα γιομίσματα.
Οι Αγιαννιώτισες |
Οι μεταξωτές μάνικες νυφικές ή γιορτινές ράβονται πάνω σ’ ένα πλατύ μάλλινο μπούστο που δεν εφαρμόζει στο σώμα και φοριούνται πάνω από τα μεγάλα ποκάμισα χωρίς μανίκια. Λένε μάλιστα πως παλιότερα οι νύφες φορούσαν πάνω από το μεγάλο κεντητό ποκάμισο και ένα ακόμη ολομέταξο με μανίκια. Οι μάνικες γίνονται με λεπτότατο μετάξι, από κουκούλια δικά τους, κατεργασμένο όμως από τις κουκλούδισσες, στις οποίες έδιναν οι γυναίκες όσα κουκούλια ήταν απαραίτητα και τα υπόλοιπα τα πουλούσαν στους εμπόρους ή τα άλλαζαν με νήμα. Το υφασμα για τις μάνικες το ύφαιναν οι ίδιες. Για κάθε μάνικα χρησιμοποιούσαν ολόκληρο το πλάτος του υφάσματος και τη ραφή, που αρχίζει από τον ώμο, την κλίση, τη σκέπαζαν με λεπτό κεντίδι. Στην άκρη κάθε μανικιού κεντούσαν με πολύχρωμα μετάξια ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο.
Η τραχηλιά, από το ίδιο μεταξωτό ύφασμα που γίνονται και οι μάνικες, στερεωμένη στο σιγκούνι, φοριόταν κάτω από αυτό και έπεφτε ως κάτω από τη μέση σκεπάζοντας το στήθος. Το άνοιγμα του λαιμού και την τραχηλιά τα στολίζουν ολόγυρα με μια αγοραστή νταντέλλα.
Το σιγκούνι ή σιγκούνα το πρωτοφορούσαν πάνω από το ποκάμισο τη μέρα του γάμου, είναι άσπρο, ολόμαλλο, και κεντημένο με μετάξια, εκτός από μερικά καθημερινά που έχουν λιγότερο κέντημα. Το ύφασμά τους το τσουκνοπάνι, γίνεται από ρούτινο διαλεχτό μαλλί χωρίς σίβα, που δεν έχει δηλαδή καθόλου μαύρη τρίχα, τα τσουκνίτικα μαλλιά. Για κάθε σιγκούνι χρειάζονται τρεις οργιές ή εφτάμιση πήχες τσουκνοπάνι. Όταν το υφαίνουν έχει φάρδος.0.40 μ. γιατί πρέπει να γίνει μπαστό, να μπάσει, να μαζέψει για να καταλήξει το φάρδος του στους 20 πόντους. Κάθε νοικοκυρά φωνάζει πέντε ως έξι συγγενείς ή φίλες της να τη βοηθήσουν, για να το μπάσουν στο χέρι. Το τρίβουν γερά όλες μαζί σε μια σκάφη με χλιαρό νερό δυο ως τρείς ώρεςώσπου να γίνει το μπάσιμο, να στενέψει δηλαδή το ύφασμα και να γίνει σαν της νεροτριβής, πηχτό, παχύ και μαλακό, κατάλληλο για τη σιγκούνα.
Το σεγκούνι |
Η τσιπούνα είναι το παλιότερο ολόμαλλο εξωτερικό φόρεμα που φορούσαν το χειμώνα πάνω από το σιγκούνι. Είναι χωρίς μανίκια και με φλόκια στην εξωτερική μεριά. Οι νέες είχαν μαύρες τσιπούνες και οι γριές άσπρες που όταν πολυκιτρίνιζαν τις βάφανε και αυτές μαύρες. Τα τελευταία χρόνια όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια φορούσαν την πατατούκα, ένα πολύ πλατύ μαύρο πανωφόρι από εκλεκτό τσουκνίτικο πανί βαμμένο μαύρο που είχε στενά μανίκια και έφτανε λίγο πιο ψηλά από το σιγκούνι.
Η ποδιά φοριόταν πάνω από τη σιγκούνα και σκέπαζε την τραχηλιά από τη μέση και κάτω. Η νυφιάτικη ήταν παλιότερα μάλλινη, υφαντή στον αργαλειό, κόκκινη και κεντημένη στο χέρι. Στο κέντρο είχε ένα τυπικό σχέδιο, την κλάρα ή τη γλάστρα με τα λουλούδια. Τη θέση της πήρε η φέλπινη ποδιά, που είναι μαύρη με λίγα πολύχρωμα ξενικά κεντήματα.
Τις καθημερινές οι νιόπαντρες φορούσαν υφασμένες μάλλινες ποδιές, τις σπαθωτές ή τις χασαδριανές ποδιές, στολισμένες με χτυπητές πολύχρωμες αράδες, τα λεγόμενα σπαθωτά ή κασαδριανά. Τα στολίσματα αυτά ήταν οριζόντιες γραμμές, άλλες στενότερες κι άλλες φαρδύτερες, που τα λέγανε βέργιες και τα ύφαιναν διαφορότροπα με τη σπάθα. Η σπάθα, από τα σύνεργα του αργαλειού, είναι ένα σανίδι πέντε ως έξι δάχτυλα φαρδύ, που το περνούν ανάμεσα στο νήμα, κανονίζοντάς το ανάλογα έτσι που να γίνονται καθώς περνάει η σαΐτα τα διάφορα σχέδια. Τις ποδιές αυτές δε φοράει πια η γυναίκα όταν το κορίτσι της γίνει δέκα ή δώδεκα χρόνων, δε φοράει φανταχτερή ποδιά.
Η ποδολουρίδα ή λουρίδα είναι η στενή νυφική ζώνη, ένα περίπου δάχτυλο φαρδιά, που σφίγγει το σιγκούνι στη μέση. Γίνεται από μαύρο βελούδο και κεντιέται με πολύχρωμα μετάξια, τα λογάδια. Συνήθως τα στερεώνουν στη μέση με τα ασημένια κλειδωτήρια και σπανιότερα με τις μικρότερες ασημένιες στρογγυλές πόρπες, τους τοκάδες, που γαντζώνουν δεξιά και αριστερά τις δυο άκρες της ποδολουρίδας.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της νυφιάτικης φορεσιάς ήταν το καντέμι, το μεγάλο κρεμεζί ζωνάρι, μάκρος 3,50 μ. περίπου και φάρδος 0,28 μ. που το έφερναν οι καραβοκύρηδες από την Πόλη και το έλεγαν πολίτικο καντέμι. Η νύφη το φορούσε μόνο τις πρώτες δεκαπέντε μέρες μετά από το γάμο, ώσπου να πάει σπίτι της για τα πιστρόφια. Στις άκρες του στολίζεται με πολύ μακριά κρόσσια φράνζες και έχει υφασμένο φυτικό διάκοσμο. Διπλωμένο στο μάκρος το τύλιγαν τρία-τέσσερα δάχτυλα κάτω από τη μέση. Επειδή από πολλά χρόνια τα καντέμια σπάνιζαν, πολλές γυναίκες τα δανείζονταν για να γίνουν νύφες.
Η ζώστρα είναι κομμάτι από τη γιορτινή φορεσιά της νιόπαντρης που την τυλίγει, όταν παύει να φοράει το καντέμι, γύρω απ’ τη σγκούνα και κάτω από την ποδιά, όπου τη δένει κόμπο. Πάνω από τη ζώστρα φοράει την ποδολουρίδα με τα κλειδωτήρια. Η ζώστρα γίνεται από ένα πήχυ μαύρη φέλπα, κομμένη διαγώνια που αβγατίζει, με άλλο κομμάτι στις δυο μπροστινές άκρες για να δένει, σχηματίζοντας ένα μεγάλο τρίγωνο. Την φορούν έτσι που να κρέμεται η κορυφή του τριγώνου. Πίσω στη μέση προς τα κάτω και να φαίνεται η κεντημένη κλαρίτσα με τα πολύχρωμα μετάξια, τα λογάδια. Ολόκληρη η ζώστρα στολίζεται στις άκρες με μεταξένια κρόσσια που πέφτουν στη σιγκούνα. Η νύφη παίρνει προίκα γύρω στις δέκα ζώστρες γιατί, ώσπου να παντρέψει το πρώτο της παιδί, τη φοράει όλες τις Κυριακές και τις γιορτές.
Το ζουνάρι είναι η καθημερινή ζώνη από μάλλινο ύφασμα σκούρο γαλάζιο, σα μαύρο που φοριέται πάνω από τη σιγκούνα. Τομάκρος του είναι 2,50 μ. και στις άκρες έχει μικρές φούντες. Ζουνάρι συνήθιζαν οι μεγαλύτερες γυναίκες και τις γιορτές.
Τα τσαρούχια με τη μύτη, όμοια με τα γνωστά γουρουνοτσάρουχα ή τα τσαρούχια με τα λουριά, τα κατασκεύαζαν μόνες τους οι γυναίκες. Τα τελευταία χρόνια, Κυριακές και γιορτές οι νύφες φόρεσαν κοινά μαύρα παπούτσια, τα βοδέλα.
Ο εφηβικός κεφαλόδεσμος της Αγιάννας αποτελείται: Στο κεφάλι φοριέται κόκκινο φέσι με μαύρη ή γερανιά φούντα. Τα κορίτσια φορούσαν σκέτο μαντήλι χωρίς τσεμπέρι ή τλουπάν. Απ’ το 13ο και 14ο έτος φορούσαν και τσεμπέρι κόκκινο, που ήταν μαντήλι μπουχασί σε τετράγωνο σχήμα που διπλωνόταν τριγωνικά.
Οι γυναίκες της Αγιάννας χτένιζαν τα μαλλιά τους πλεξίδες και τις έκαναν στεφάνι γύρω στο κεφάλι. Μόνο οι νύφες και οι νιόπαντρες για δυο χρόνια άφηναν να πέφτουν ελεύθερα πίσω στην πλάτη.
Ο γύρος ήταν ένα στενόμακρο κομμάτι μπουχασί δηλ. κόκκινο χοντροπάνι, διπλωμένο και ραμμένο στις άκρες για να σχηματίζει σωλήνα με διάμετρο δύο-τρία δάχτυλα που τον γέμιζαν με πανιά. Τον έβαζαν όμοιο με κουλούρα γύρω στο κεφάλι και τον έδεναν πίσω στο σβέρκο.
Το μαγκούρι το γνωστό και από τις φορεσιές καπιτσάλι, είναι ένα ασημένιο έλασμα, φάρδος 0,03 μ. περίπου, που το δούλευαν οι χρυσικοί της Εύβοιας. Είναι καπλαντισμένο, ντυμένο δηλαδή από τη μέσα μεριά με κόκκινο πανί, για να μη γδέρνει το σαγόνι και τα μάγουλα της νύφης και γαντζώνει στο γύρο.
Τα μπερσάνια είναι το ασημένιο κόσμημα που βάζουν στο μέτωπο και παίρνει το όνομά του απ’ τις δεκαπέντε ως είκοσι αλυσίδες, τα μπερσάνια που κρέμονται απ’ αυτό. Από κάθε αλυσίδα κρέμεται ένα χρυσό ή ασημένιο φλουράκι. Οι μπροστινές αλυσίδες με τα φλουριά αγγίζουν τα φρύδια της νύφης ενώ οι πλαϊνές είναι πιο μακριές και φτάνουν ως κάτω από τα μάγουλα. Η νύφη φοράει ένα χρόνο μετά το γάμο της το κόσμημα αυτό. Η ανάγκη να στολίζεται ιδιαίτερα το πρόσωπο είναι γενικότερη και οδήγησε την κάθε περιοχή σε διαφορετικές λύσεις.
Οι κοτσίδες ή κρέμεζες είναι παρόμοιες με τις πλεξίδες της Αράχωβας. Τις πλέκουνε στις κοτσίδες της νύφης για να στολίζουν την πλάτη, και τις αφήνουν να πέφτουν ως κάτω από το σιγκούνι.
Το τριχάκι ή μπούλωμα, άσπρο διάφανο μεταξωτό σαν τρίχινο μαντήλι και με ελαφρά κεντίδια είναι το πέπλο της νύφης. Της σκεπάζει ολόκληρο το κεφάλι ως κάτω από τα μάτια και την πλάτη, τη μπουλώνει όπως λένε. Τις δυο πλαϊνές άκρες του τις ανέβαζαν στην κορυφή του κεφαλιού, τις δίπλωναν και τις καρφίτσωναν στη μέση πάνω στο γύρο.
Το ζαβόνι είναι μια κορδέλλα θαλασσιά ή τριανταφυλλιά, επτά πόντους φάρδος, με ένα φιόγκο στην άκρη που τον καρφίτσωναν στην κορφή του κεφαλιού πάνω απ’ το γύρο, εκεί ακριβώς που δίπλωνε το τριχάκι. Το υπόλοιπο έπεφτε στην πλάτη ανάμεσα στις κρεμέζες της νύφης ως λίγο παραπάνω από το στρίφωμα του σιγκουνιού. Το ζαβόνι είναι πάντα δώρο του γαμπρού.
Το ασημοβέλονο με το φλουρί, μια ασημένια καρφιτσούλα με μικρή πόρπη απ’ όπου κρεμιέται αλυσίδα με χρυσό φλουρί, το χάριζε ο γαμπρός στον αρραβώνα. Το καρφίτσωναν πάνω στο τριχάκι, κοντά στο ζαβόνι ή το φλουράκι που έπεφτε ανάμεσα στα φρύδια. Η γυναίκα το φορούσε όλες τις επίσημες μέρες ίσαμε τα πρώτα γηρατειά της. Το κόσμημα που συγκρατεί τον κεφαλόδεσμο της νύφης αποτελείται από τρείς μαλαμοκαπνισμένους γάντζους που απολήγουν σε πουλί και συνδέονται με αλυσίδες. Στο μεγάλο χορό του γάμου, την Κυριακή μετά το στεφάνωμα και κατά τις τρείς το απόγευμα, γινόταν το ξεμπούλωμα της νύφης και τα μαντηλώματα. Ενώ χόρευε η νύφη μπουλωμένη σταμάταγε ο χορός και η πεθερά έβγαζε το ασημοβέλονο, σήκωνε το τριχάκι από το πρόσωπό της και το έριχνε πίσω από το κεφάλι. Όπως έλεγαν ξεμπουλώνει τη νύφη, βγάζει το μπούλωμα για να δει ο κόσμος. Αμέσως μετά τη μαντηλώνει, της ρίχνει μπόλια στον ώμο και τη χορεύει και αρχίζει ο χορός για τα μαντηλώματα. Χόρευαν όλοι όσοι είχαν πάρει δώρα από τη νύφη, βάζοντάς τα στους ώμους για να τα δείξουν. Η πεθερά έβαζε στον ώμο της το δώρο που της χάρισε η νύφη, το μαντήλωμα της νύφης, ένα ποκάμισο κεντημένο με το πιπιρίτσι ή τα μαγιάκια και η νύφη έβαζε τη μπόλια της πεθεράς.
Η μπόλια ή σαλπα, ολόλευκη μεταξωτή (2,70 μ. μακριά) είναι υφασμένη απ’ τις κοπέλες και έχει ελαφρό κέντημα του αργαλειού στις άκρες και κλώσια. Την πρωτοφορούσαν οι νύφες λίγες μέρες μετά το γάμο. Οι νιόπαντρες άφηναν τις άκρες της να πέφτουν μπροστά στο στήθος, ριχτή εμπρός ή αναριχτά, για να φαίνονται τα γιορντάνια και τα τάλαρα κάτω από το λαιμό. Λίγο αργότερα τη φορούσαν μαντηλιασμένα, γύριζαν δηλαδή τις δύο άκρες της κάτω απ’ το σαγόνι και τις ρίχνανε στην πλάτη. Η μπόλια φοριόταν πάντα μαζί με το κόκκινο γύρο ένα-δύο χρόνια μετά το γάμο. Το διάστημα αυτό συνέχιζαν να πλέκουν τα μαλλιά τους πλεξίδες ριγμένες στην πλάτη και ενωμένες στην άκρη με μια κορδέλα.
Μπαρέζα λέγανε το μεγάλο μπαμπακερό μαντήλι και ήταν άσπρο για τις νιες, καφέ για τις μεσόκοπες και μαύρο για τις ηλικιωμένες. Το φορούσαν στις γιορτές όταν έπαυαν να φοράνε τη μπόλια και το γύρο. Φέρνανε βόλτα τις δύο κοτσίδες στο κεφάλι, όπως τις καθημερινές και τις σκέπαζαν με Λαγκιολάκι της κάθε πλευράς ράβεται με το μπροστινάρι και το γουφάρι και το πίσω με τη μάννα της πλάτης και το γουφάρι. Ο ράφτης ράβει και κεντά το σεγκούνι με τη βοήθεια του δούλου, όπως συχνά λέγεται ο πιάκος ή η πιάκα, μια ταινία από στέρεο ύφασμα, φάρδος 0,04 μ. περίπου, μ’ ένα αγκίστρι στην άκρη. Καθισμένος σταυροπόδι στο χώμα περνά το δούλο κάτω από το γόνατο γαντζώνοντας με το αγκίστρι καλά ένα από τα κομμάτια της σεγκούνας. Απέναντι βάζει το άλλο κομμάτι και αρχίζει τις ραφές χωρίς τη βοήθεια άλλου προσώπου, που θα ήταν απαραίτητο για να κρατά το ένα κομμάτι του υφάσματος, ώστε να γίνεται ίσια και κανονικά η ένωση με το άλλο. Με τον ίδιο τρόπο, έχοντας στερεωμένο και τεντωμένο καλά το ύφασμα με το δούλο, κάνει και τα κεντήματα με τα κορδονάκια. Και στο σεγκούνι τα κεντήματα είναι τυπικά και καθορισμένα από τα πολύ παλιά χρόνια. Στο κάτω μέρος μπαίνουν πάντα για το καλό τα διόλια από κίτρινο λεπτό στριφτό μετάξι για να ξεχωρίζουν. Είναι ο γνωστός αμφίστροφος και ατέρμονας βυζαντινός έλικας που δε λείπει από καμιά σεγκούνα και της πιο γριάς. Ακόμα και οι σεγκούνες των γυναικών που πενθούν έχουν διόλια. Εκτός από τον έλικα, που σε διάφορα σχήματα και σχέδια στολίζει και μεγάλες επιφάνειες όπως τα λαγκιόλα, υπάρχουν και διάφορα άλλα ελικοειδή κεντήματα: ο γουργουλάς, τα φανταράκια, οι κοντοποδαρούσες. Ολόκληρος ο υπόλοιπος στολισμός της σεγκούνας γίνεται με κατακόρυφες κεντητές ταινίες και χοντρά μετάξια, καλά στριμμένα σαν κορδονέτα, τα σεράδια, βαμμένα κόκκινα για τις νέες, σκούρα κόκκινα για τις παντρεμένες και μαύρα για τις ηλικιωμένες. Με τα σεράδια στο νυφικό και γιορτινό σεγκούνι γίνεται το μπερδευτό κέντημα που μοιάζει με μπουκλέ και από το σχήμα που του δίνουν παίρνει διάφορες ονομασίες: σταφυλάκι με τις πατές ανάμεσα, μυγδαλάκι, κλαρίτσα, φτερό του αετού, φεγγαρωτή κ.λ.π. Οι διακοσμητικές αυτές ταινίες σταματάνε εκεί που αρχίζουν οι ραφές με τα γουφάρια και τα λαγκιολάκια. Τις ραφές τις στολίζει ο ράφτης με μικρά κόκκινα ή μαύρα κρόσια, τις φουντίτσες.
Η τραχηλιά γίνεται από μεταξωτό ύφασμα με πιέτες και νταντέλες και φοριέται κάτω από το σεγκούνι σκεπάζοντας το στήθος.
Το καλό και νυφιάτικο ζουνάρι είναι μεταξωτό με πολύχρωμες γραμμές από εκλεκτό ύφασμα που το λένε βουλωτό και το υφαίνουν οι γυναίκες. Τα δευτερότερα ζουνάρια και τα καθημερινά έχουν το ίδιο μάκρος και φάρδος-τρία μέτρα και 0.30 μ. αντίστοιχα αλλά και μάλλινα, κόκκινα για τα κορίτσια, πράσινα για τις παντρεμένες και μαύρα για τις ηλικιωμένες. Τα διπλώνουν στα δύο και σφίγγουν τη μέση πάνω από τη σεγκούνα. Η νυφιάτικη και η καλή γιορτινή ποδιά γίνεται με πράσινη τσόχα και κεντιέται από το ράφτη με πολύχρωμα μεταξωτά κορδονάκια. Η δευτερότερη γιορτινή ήταν από χοντρό μάλλινο ύφασμα, την τσούκνα, βαμμένη πράσινη. Την κεντούσε ο ράφτης με πολύχρωμα μεταξωτά κορδονάκια για τις νιόπαντρες και μαύρα για όλες τις άλλες. Οι γριές φορούν για τις γιορτές ολόμαυρες ποδιές και τα κορίτσια κόκκινες. Όλες οι καλές ποδιές έχουν ολόγυρα μεταξωτά ή χρυσά κλώσια. Η καθημερινή ποδιά, η ταγαρίσια ή απολυτή, κόκκινη για τα κορίτσια, πράσινη για τις παντρεμένες και μαύρη για τις γερόντισσες. Έχει στο κάτω μέρος κεντήματα του αργαλειού και μάλλινα κλώσια. Τη φορούσαν πάνω από το ζουνάρι.
Τα καλτσιά, οι κάλτσες που αρχίζουν από το γόνατο και φτάνουν ως τους αστραγάλους, είναι χωρίς φτέρνα για να μη χαλάνε από το τσαρούχι, σαν τις κάλτσες των φουστανελάδων. Γίνονται από μάλλινη χοντρή άσπρη τσούκνα και κρατιούνται με μάλλινο κορδόνι κάτω από το πέλμα. Τα τσουκνίτικα καλτσά συνηθίζονται ακόμα από μεσόκοπες και γριές τις καθημερινές. Οι νέες πλέκουν παρόμοια καλτσά με τις καλτσοβελόνες. Τις γιορτές φορούν άσπρες χοντρές μπαμπακερές κάλτσες με γραμμές, τις αλυσίδες.
Τα ποδετά ή τσαρούχια με τα λουριά και τη μύτη, είναι τα γνωστά γουρουνοτσάρουχα που έφτιαχναν οι χωρικές για τις γιορτές. Τον τελευταίο καιρό έβαζαν τις κουντούρες, που μοιάζουν με χοντροκαμωμένες παντούφλες χωρίς φτέρνα, από μαύρο πετσί ή τα κοινά χοντρά σκαρπίνια ή γόβες. Οι γυναίκες της περιοχής, καθημερινές και γιορτές, χτενίζουν τα μαλλιά τους δύο πλεξίδες σαν στεφάνι γύρω απ’ το κεφάλι και πρωτοφορούν το νυφικό και γιορτινό και νυφιάτικο κεφαλόδεσμο, βάζουν το μικρό κόκκινο και εφαρμοστό φέσι, τυλίγοντας γύρω του τις πλεξίδες.
Η λουρίδα είναι η χρυσοκέντητη ταινία, 0,02μ. περίπου φαρδιά, που περνά κάτω απ’ το σαγόνι και συγκρατεί το φέσι.
Η σκέπη ή τσεμπέρι, είναι σκούρο βυσσινί μαντήλι, με σταμπωτά πολύχρωμα λουλούδια. Το διπλώνουν τριγωνικά και, ξαναδιπλώνοντας τις δύο πλευρές του προς τα μέσα, σχηματίζουν μια πλατιά ταινία, που τη βάζουν κάτω από τις κοτσίδες σκεπάζοντας λίγο το μέτωπο. Άλλοτε είχε κρεμασμένα φλουριά που άγγιζαν τα φρύδια, τα μπαρτζέλια. Σήμερα ράβουν για ευκολία χρυσά φλουριά σε ένα χρυσό σειρήτι που το φορούν κάτω απ’ τη σκέπη.
Η νυφιάτικη και η καλή γιορτινή μπολια ή σάλπα γίνεται με εκλεκτό μετάξι, θρεμμένο από τις ίδιες 3,50μ. μακριά και 0,40μ. περίπου φαρδιά.Υφαίνουν όμως και μια παρόμοια δευτερότερη, από μπαμπάκι, τη μπαμπακούλα. Και οι δυο μπόλιες έχουν στις άκρες, στα κεφαλάρια, κίτρινο ή κόκκινο κέντημα του αργαλειού, που είναι από τα πιο χαρακτηριστικά ελληνικά κεντήματα. Παρόλο που το ύφασμά τους είναι πολύ μαλακό, γιατί αφού το υφαίνουν το βράζουν, αφήνουν έξω από το καζάνι τις άκρες για να μείνουν σκληρές, ώστε να στέκεται το κεφαλάρι με το κέντημα και να δείχνει.
Τη μπόλια τοποθετούν στην κορφή του κεφαλιού έτσι που να το σκεπάζει ολόκληρο και να πέφτει το ίδιο δεξιά και αριστερά. Τη δεξιά άκρη την περνούν κάτω από το λαιμό, αφήνοντας τον ελεύθερο για να φαίνεται το ασημογιόρντανο, και την ανεβάζουν πάνω από το αριστερό αυτί. Πάνω στα αυτιά και στα σταυρώματα καρφιτσώνουν τις καρφοβελόνες. Γαντζώνουν ακόμα δύο ασημένιες ή φλωροκαπνισμένες πόρπες με αλυσιδάκια του κεφαλιού. Τις άλλες δύο άκρες της μπόλιας τις ρίχνουν στην πλάτη και τις περνούν από το ζουνάρι. Έτσι το κεντητό τους κεφαλάρι φτάνει λίγο παραπάνω από τον ποδόγυρο του ποκάμισου. Μόλις βγάζουν την μπόλια από το κεφάλι τη διπλώνουν, τη τσακίζουν τέσσερις φορές στο μάκρος, και την τυλίγουν στο τυλιχτάρι για να μην τσαλακώνεται.
Το καθημερινό κεφαλόδεσμο αποτελείται από τη σκέπη και το μαγνάδι. Η σκέπη, είναι το λεπτό άσπρο τετράγωνο μαντήλι από τουλπάνι. Το διπλώνουν τριγωνικά και σκεπάζουν μ’ αυτό τις πλεξίδες που έχουν τυλιγμένες σα στεφάνι στο κεφάλι. Τις άκρες της σκέπης τις έδεναν στην κορφή του κεφαλιού μαζί με τις πλεξίδες. Πάνω από τη σκέπη μπαίνει το μαγνάδι, ολόασπρο τετράγωνο μαντήλι χωρίς κανένα στολίδι. Με το μαγνάδι μαντηλίζονται ανάλογα με τις περιστάσεις και την ηλικία, όπως και στην Αγιάννα.
Όλα τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν φτιάχνονταν απο τησ γυναίκες της Αγίας Άννας εξολοκλήρου σε ντόπιους αργαλειούς.
Τα άρματα |
Το ασημογιόρντανο ή γιορντάνι του λαιμού είναι επίχρυσο και ντυμένο από κάτω με κόκκινο ύφασμα. Αποτελείται από διάφορα πλακίδια από τα οποία το κεντρικό έχει έκτυπο ένα δικέφαλο αητό, με μικρές αλυσίδες κρεμαστές και τρία σταυρουδάκια.
Ο καρφωτήρας είναι μεγάλο κόσμημα της νυφοστολής. Αποτελείται από επτά ως εννιά στρογγυλές ασημένιες πόρπες, τις τόκες, που τις συνδέουν αλυσίδες. Οι τρεις πιο μεγάλες γαντζώνονται στη μέση του στήθους κατακόρυφα και οι υπόλοιπες δεξιά και αριστερά στους ώμους, πάνω στο σεγκούνι.
Το θηλυκωτάρι με τις πέτρες είναι οι δύο μεγάλες πόρπες που κρατάνε το σεγκούνι κάτω από το στήθος. Κάθε θηλυκωτάρι έχει δεξιά και αριστερά δύο σειρές αλυσίδες απ’ όπου κρέμονται μικρά φλουράκια, τα μαρτζέλια ή χάλκινα νομίσματα, τα ρούπια. Στις άκρες στις αλυσίδες, μικροί γάντζοι με πουλί, πιάνουν στα γουφιά, πάνω στις φούντες που έχει το σιγκούνι.
Η αρμάθα ή αλυσίδες είναι σειρές αλυσίδες που στολίζουν το στήθος, φτάνοντας πολλές φορές ως κάτω από τη ζώνη, με κρεμασμένα ασημένια ή χρυσά νομίσματα, φλουριά, τάληρα, δίδραχμα κ.λ.π. Οι πιο πλούσιες αρμάθες αποτελούνται από πέντε σειρές αλυσίδες γεμάτες νομίσματα, δώρα κυρίως των συγγενών της νύφης. Οι νύφες που βάζουν το μεγάλο καρφωτήρα δεν κρεμούν σειρές αλυσίδες. Ο γαμπρός χαρίζει στη νύφη και άλλα κοσμήματα, δαχτυλίδια και σκουλαρίκια.
Οι πληροφορίες για την Αγιαννιώτικη φορεσιά πάρθηκαν μετά από ερευνά σε κατοίκους της Αγίας Άννας αλλά και από διάφορα site όπως www.europeana.eu, www.andronianoi.gr κ.α. Οι φωτογραφίες είναι από προσωπικό αρχείο αλλά και από το λαογραφικό μουσείο - αρχείο Δημ. Σέττα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Εκφράστε την γνώμη και άποψη σας, επώνυμα ή ανώνυμα,
σχολιάζοντας αυτό και οποιοδήποτε άλλο θέμα του blog.
Τα μηνύματα και τα σχόλια σας ελέγχονται για υβριστικό,
άσεμνο και ακατάλληλο περιεχόμενο.
Σχόλια με τέτοιου είδους περιεχόμενο θα διαγράφονται.